νωθεστέρῳ

νωθεστέρῳ
νωθής
sluggish
masc/neut dat comp sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νωθής — νωθής, ές (Α) 1.νωθρός, χαύνος, οκνηρός («ὥσπερ ἵππῳ μεγάλῳ μὲν καὶ γενναίῳ ὑπὸ μεγέθους δὲ νωθεστέρῳ», Πλάτ.) 2. βραδύνους, αυτός που έχει μειωμένη αντίληψη 3. αυτός που υστερεί πνευματικά 4. (για το πυρ) ήρεμος, μέτριος, πράος 5. (για την ύλη)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”